ἐξορμῶ

ἐξορμῶ
ἐξορμάω
send forth
pres imperat mp 2nd sg
ἐξορμάω
send forth
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐξορμάω
send forth
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐξορμάω
send forth
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐξορμάω
send forth
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐξορμάω
send forth
pres imperat mp 2nd sg
ἐξορμάω
send forth
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐξορμάω
send forth
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐξορμάω
send forth
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐξορμάω
send forth
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐξορμάω
send forth
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἐξορμάω
send forth
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἐξορμέω
to be out of harbour
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐξορμέω
to be out of harbour
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐξορμέω
to be out of harbour
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐξορμέω
to be out of harbour
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξορμώ — (I) (AM ἐξορμῶ, άω) [ορμώ] 1. βγαίνω ορμητικά, ξεκινώ με ορμή 2. επιτίθεμαι ορμητικά εναντίον κάποιου νεοελλ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι αρχ. 1. στέλνω στον πόλεμο 2. παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. κινώ προς τα έξω 4. μέσ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι 5.… …   Dictionary of Greek

  • εξορμώ — εξορμάω / εξορμώ (παρατατ. ούσα), εξόρμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξορμώ — εξόρμησα, μτβ., κάνω εξόρμηση (βλ. λ.), εφορμώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκβοηθώ — ἐκβοηθῶ ( έω) (Α) 1. εξορμώ για βοήθεια, τρέχω να βοηθήσω 2. επιχειρώ έξοδο, εξορμώ …   Dictionary of Greek

  • εκσεύομαι — ἐκσεύομαι (Α) 1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η) 2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω 3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω 4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ… …   Dictionary of Greek

  • εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… …   Dictionary of Greek

  • προεκθέω — Α 1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.) 2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῑν τοῡ λογισμοῡ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκθέω — Α 1. σπεύδω προς τα έξω, εξορμώ μαζί με κάποιον 2. επεκτείνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθέω «τρέχω, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκτρέχω — Α 1. εξέρχομαι, εξορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. (για φυτό) βλαστάνω συγχρόνως 3. συμπράττω («ἰδών ποτ αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.) 4. αστρολ. βρίσκομαι σε συζυγία 5. συμπίπτω, συμφωνώ («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», Γαλ …   Dictionary of Greek

  • διεξαΐσσω — (Α) [εξαΐσσω] εξορμώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”